- αντρειεύω
- -είεψα, -ειεύτηκα, -ειωμένος, μεγαλώνω, γίνομαι παλικάρι, γίνομαι ορμητικός: Κοντά στα Χριστούγεννα το κρύο αντρείεψε. Η μτχ. αντρειωμένος στο αρσ. ως ουσ. σημαίνει το γενναίο και ρωμαλέο πολεμιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.