αντρειεύω

αντρειεύω
-είεψα, -ειεύτηκα, -ειωμένος, μεγαλώνω, γίνομαι παλικάρι, γίνομαι ορμητικός: Κοντά στα Χριστούγεννα το κρύο αντρείεψε. Η μτχ. αντρειωμένος στο αρσ. ως ουσ. σημαίνει το γενναίο και ρωμαλέο πολεμιστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανδρειεύω — και αντρειεύω Ι. (αμτβ.) 1. γίνομαι άνδρας, μεγαλώνω 2. δυναμώνω, επιτείνομαι 3. ανακτώ δυνάμεις II. (μεσ., ομαι) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, παίρνω θάρρος 2. παριστάνω τον ανδρείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”